ἀπολύσει

ἀπολύσει
ἀπόλυσις
loosing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀπολύσεϊ , ἀπόλυσις
loosing
fem dat sg (epic)
ἀπόλυσις
loosing
fem dat sg (attic ionic)
ἀπολύ̱σει , ἀπολύω
destroy utterly
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀπολύ̱σει , ἀπολύω
destroy utterly
fut ind mid 2nd sg
ἀπολύ̱σει , ἀπολύω
destroy utterly
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • αυτόφωρο — Α. χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν «είναι εν τω πράττεσθαι ή διεπράχθη προσφάτως», όταν δηλαδή γίνεται αντιληπτό κατά την εκτέλεσή του ή αργότερα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το α. έγκλημα ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και από την άποψη του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Μπίλοβ, Μπέρνχαρντ Χάινριχ Καρλ φον- — (Bernhardt Heinrich Karl von Bulow, Κλάιν Φλότμπεκ, Αλτόνα 1849 – Ρώμη 1929). Γερμανός διπλωμάτης. Υπηρέτησε διαδοχικά στις πρεσβείες της Ρώμης, Πετρούπολης, Βιέννης, Αθήνα, Παρισιού. Το 1897, ως υπουργός Εξωτερικών απέρριψε τις προτάσεις… …   Dictionary of Greek

  • Νταλαντιέ, Εντουάρ — (Εdouard Daladier, Καρπαντρά Προβηγκία 1884 – Παρίσι 1970). Γάλλος πολιτικός. Διετέλεσε εκπαιδευτικός έως το 1919, οπότε εκλέχτηκε βουλευτής. Ριζοσπάστης σοσιαλιστής, ο Ν. παρουσιάστηκε στο προσκήνιο της γαλλικής πολιτικής το 1934 όταν, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ρουσό, Ζαν-Ζακ — (Rousseau, Γενεύη 1712 – Eρμενονβίλ, Ουάζ 1778). Φιλόσοφος του γαλλικού διαφωτισμού. Έπειτα από ανήσυχη και περιπετειώδη νεανική ζωή, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους φιλοσόφους και ιδιαίτερα με τον Ντιντερό. Για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”